«Σήμερόν σε θεωρούσα η άμεμπτος Παρθένος εν σταυρώ, Λόγε, στενάζουσα οδυνηρώς εκ βάθους ψυχής, παρειάς συν θριξί καταξαίνουσα, κατετρύχετο Διό και το στήθος τύπτουσα, ανέκραζε γοερώς
Οίμοι, θείον τέκνον!
Οίμοι, το φως τού κόσμου!
Τι έδυς εξ οφθαλμών μου, ο αμνός τού Θεού;»
«Υιέ μου, πού το κάλλος έδυ τής μορφής σου; Ου φέρω καθοράν σε αδίκως σταυρούμενον».
....«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;»
Οίμοι, θείον τέκνον!
Οίμοι, το φως τού κόσμου!
Τι έδυς εξ οφθαλμών μου, ο αμνός τού Θεού;»
«Υιέ μου, πού το κάλλος έδυ τής μορφής σου; Ου φέρω καθοράν σε αδίκως σταυρούμενον».
....«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;»
(ιδιόμελο M. Πέμπτης)